- καταβόλιασμα
- το [καταβολιάζω]το καταβόλεμα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
καταβόλιασμα — το η πράξη και το αποτέλεσμα του καταβολιάζω, πολλαπλασιασμός φυτού με καταβολάδες: Είναι ειδικός στο καταβόλιασμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γονάτισμα — το (Μ γονάτισμα) [γονατίζω] πτώση στα γόνατα, γονυκλισία νεοελλ. 1. κατάπτωση σωματική ή ψυχική 2. (για φυτά) καταβόλιασμα … Dictionary of Greek